μαραγκοσύνη

μαραγκοσύνη
η
η τέχνη ή το επάγγελμα του μαραγκού: Από παιδί ασχολήθηκε με τη μαραγκοσύνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαραγκοσύνη — η [μαραγκός] η τέχνη ή το επάγγελμα τού ξυλουργού, η ξυλουργική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”